σούρτα φέρτα

σούρτα φέρτα
το, τα
το πηγαινέλα: Έφαγε τη μέρα με τα σούρτα φέρτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σούρτα φέρτα — τα, Ν 1. τα πηγαινέλα 2. συχνές επισκέψεις 3. μάταιη, άσκοπη ενέργεια, χαμένος κόπος («άφησε τα σούρτα φέρτα και στρώσου στη δουλειά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σούρ τα φέρ τα, προστακτ. τών ρ. σούρνω (βλ. λ. σέρνω) και φέρνω] …   Dictionary of Greek

  • φέρτα — στη φράση «σούρτα φέρτα», το να πηγαινοέρχεται κανείς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σύρ' τα φέρ' τα, το — και τα και σούρτα φέρτα, το και τα το πηγαινέλα: Δεν την αφήνουν τα σύρ τα φέρ τα να κάνει και καμιά δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”